Η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

«Σε παρακαλώ πολύ», του λέω, «μπορούμε να μείνουμε απόψε στην αυλή σου μέχρι να ξημερώσει;


 «Σε παρακαλώ πολύ», του λέω, «μπορούμε να μείνουμε απόψε στην αυλή σου μέχρι να ξημερώσει; Είμαστε από την Αθήνα και είμαστε πάρα πολύ κουρασμένοι για να συνεχίσουμε την πορεία μας».«Άκουσε να σου πω», μου λέει, «να φύγεις και να πας όπου θέλεις! Όταν ήσασταν στην Αθήνα, πηγαίνατε στου Ζαβορίτη, βάζατε το ένα πόδι πάνω στ’ άλλο και τρώγατε την πάστα σας χωρίς να λογαριάζετε εμάς τους χωριάτες! Και τώρα που έχετε την ανάγκη μας πέσατε πάνω μας! Κακώς σας δίνουν να τρώτε! Να μείνετε στην Αθήνα και να πεθάνετε όλοι σας!»

«Ευχαριστώ πάρα πολύ, κύριε», του λέω, «και με συγχωρείτε που σας ενόχλησα».Φεύγω και ρωτάω μια κυρία που συνάντησα αν έχει εκεί κοντά κάποια εκκλησία ή σχολείο, όπου θα μπορούσαμε να μείνουμε.
«Κοίταξε να δεις», μου λέει εκείνη, «η εκκλησία είναι κλειδωμένη και δεν μπορείς να μπεις, αλλά, αν προχωρήσεις μέχρι την άκρη του χωριού, θα βρεις την εκκλησία του νεκροταφείου, την Αγία Παρασκευή, που είναι ανοιχτή».
Βρήκαμε το νεκροταφείο, αλλά η εκκλησία ήταν κλειστή. Δίπλα της βρισκόταν το οστεοφυλάκιο. Δοκιμάζω την πόρτα του· ήταν ανοιχτή. «Εδώ θα μείνουμε απόψε», λέω στην οικογένειά μου.
«Μαμά! Βλέπεις τι είναι εδώ;» μου λέει η κόρη μου.
«Παιδάκι μου, δεν είναι τίποτα», προσπαθώ να την καθησυχάσω. «Οι πεθαμένοι δεν είναι παρά άνθρωποι σαν κι εμάς. Κι εμείς κάποια μέρα θα γίνουμε σαν κι αυτούς. Στη Μικρά Ασία, στην Καταστροφή, εμείς μέναμε ακόμα και μέρες ολόκληρες αγκαλιά με τους πεθαμένους, γιατί κρυβόμασταν. [...]Μπαίνουμε μέσα, αδειάζω τα οστά από τα κιβωτιάκια, τα σπάω κι ανάβω μια φωτιά στη μέση του οστεοφυλάκιου. Ζεσταθήκαμε λίγο κι ευτυχώς η πόρτα από πάνω είχε μια μεγάλη χαραμάδα κι έτσι ο καπνός είχε διέξοδο να βγει και δεν μας έπνιξε. Τώρα έπρεπε να βρω κάτι για να φάμε. Βρήκαμε μπουκαλάκια με λάδι. Βρίσκω ένα πήλινο δοχείο και χύνω μέσα το λάδι. «Αύριο, μόλις ξημερώσει, θα βρω κάτι να μαγειρέψω», τους λέω. Πέφτουμε να κοιμηθούμε αγκαλιασμένοι και μόλις μας είχε πάρει ο ύπνος ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μια γυναίκα, πολύ φτωχικά ντυμένη.
«Πώς θα ξημερώσετε χωρίς να φάτε και μ’ αυτό το κρύο;» μας λέει. «Εγώ δεν μπορώ να σας πάρω στο σπίτι μου, γιατί ο γαμπρός μου δεν μ’ αφήνει να βάζω κανέναν στο σπίτι. Τουλάχιστον πάρτε κάτι να φάτε», και μας δίνει δύο βρασμένα αβγά κι ένα κομμάτι τυρί. Τέσσερεις μέρες μείναμε σ’ εκείνο το οστεοφυλάκιο. Η γυναίκα μάς ξανάφερε φαγητό –ο Θεός ν’ αναπαύει την ψυχούλα της...
[Φιλιώ Χαϊδεμένου, Γιαγιά Φιλιώ η Μικρασιάτισσα, εκδόσεις Ο Μωβ Σκίουρος]