Η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Με ποια κεντροαριστερά για την κυβέρνηση της αριστεράς;

Από τις εκλογές του Ιουνίου 2012 και μετά το βασικό ερώτημα στην ελληνική πολιτική ζωή είναι: μπορεί, και αν ναι με ποιόν τρόπο μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να επιτύχει τον στόχο που σωστά έθεσε της «κυβέρνησης της αριστεράς»;
Τα βασικά δεδομένα που μας δίνει η σημερινή συγκυρία είναι:
Ο ΣΥΡΙΖΑ σταθεροποιείται σε εκλογικά ποσοστά μεταξύ του 25 και του 30% που αρκούν για να τον αναδείξουν πρώτο κόμμα αλλά απέχουν πολύ από την κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Κυβερνητικές συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ προς τα αριστερά δεν υπάρχουν, οι κατά καιρούς προτάσεις που ακούγονται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ για μέτωπο με το ΚΚΕ και την Ανταρσύα είναι περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση. 


Οι υπάρχοντες σήμερα σχηματισμοί στο χώρο της «κεντροαριστεράς» (ΠΑΣΟΚ- Ελιά, Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ) δεν κινούνταν μέχρι τις Ευρωεκλογές προς αυτή την κατεύθυνση. Μετά το αρνητικό για τη ΔΗΜΑΡ αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών εκφράζεται από μια μερίδα στελεχών της αυτή η άποψη αλλά πάλι μέσα σε ένα θολό τοπίο. Να συγκροτηθεί η κεντροαριστερά και να συμμαχήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ναι, αλλά αν οι υπόλοιποι φορείς της κεντροαριστεράς δεν βλέπουν αυτή την προοπτική συμμαχίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, για ποιο πράγμα συζητάμε ακριβώς;
Οι κατά καιρούς διαφοροποιήσεις από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ που κινήθηκαν προς το ΣΥΡΙΖΑ (Κοινωνική Συμφωνία, Αριστερή Προοπτική, ανεξάρτητοι βουλευτές κλπ) έχουν υιοθετήσει μια πολιτική κατεύθυνση εκλογικής σύμπραξης με το ΣΥΡΙΖΑ, που δεν αποδίδει αξιόλογους καρπούς. Είναι άλλωστε τόσο λεόντεια η συνεργασία αυτή, από τη μια πλευρά η αξιωματική αντιπολίτευση και από την άλλη μικρές ομάδες στελεχών, που δεν επιτυγχάνει καμιά πολιτική διακριτότητα. Δεν διαμορφώνεται ένας έστω και μικρός σύμμαχος πόλος προς τον ΣΥΡΙΖΑ που όμως να εκφράζει αποτελεσματικά ένα διακριτό από τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικό λόγο. Οπότε δεν δημιουργείται και κάποια νέα δυναμική, όποιος είναι να ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ το κάνει ανεξάρτητα των συμπράξεων αυτών. Όποιος πάλι δεν έχει πεισθεί, δεν βρίσκει σοβαρό πρόσθετο λόγο να το κάνει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκάθαρα δεν έχει ένα πολιτικό σχέδιο διαχείρισης αυτής της ανάγκης. Η ηγεσία του κάνει πολιτικά ανοίγματα προς την κεντροαριστερά ή και τον «πατριωτικό» χώρο με τη λογική της αφομοίωσης και αξιοποίησης στελεχών. Όχι μόνον αυτό δεν πείθει την κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων πέραν του 25 -30% που ήδη επιλέγουν ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προσκρούει σε ισχυρότατες αντιδράσεις μέσα στο κόμμα.
Θεωρώ ότι είναι πλέον η στιγμή να καταγραφούν οι διαφορετικές απόψεις για το θέμα με σαφή τρόπο και να συζητηθούν ανοιχτά. Αναφέρομαι στην προοπτική μιας κυβέρνησης της αριστεράς και όχι σε σενάρια «μεγάλου συνασπισμού» κλπ. Αυτές οι απόψεις που διατυπώνονται σήμερα στο χώρο της κεντροαριστεράς είναι σε γενικές γραμμές τρείς:
1) Να επιδιωχθεί κυβερνητική λύση μετά τις βουλευτικές εκλογές με συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με το σύνολο ή τμήμα του σημερινού ΠΑΣΟΚ – Ελιάς, του Ποταμιού, τμήματος της ΔΗΜΑΡ που θα έχει ενοποιηθεί με τους προαναφερόμενους σχηματισμούς . Αυτή η προοπτική προϋποθέτει μεγάλη πολιτική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ που προσωπικά θεωρώ ότι δεν είναι εφικτή. Και θεωρώ αυτονόητα εκτός συζήτησης σενάρια για διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλίμονο αν συζητώντας υποτίθεται για την κυβέρνηση της αριστεράς μπαίνουμε σε τέτοιες λογικές. Προφανώς ένα τέτοιο σενάριο θα είχε την ανοχή τμημάτων της οικονομικής ελίτ και του κρατικού μηχανισμού. Αλλά αυτό το στοιχείο δεν σημαίνει ότι «περνάει» από τον ΣΥΡΙΖΑ, μάλλον αντίθετα δημιουργεί αρνητικά αντανακλαστικά.
2) Να συνεχιστεί η προσκόλληση – ένταξη στελεχών και ομάδων στον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως προανέφερα, το σενάριο αυτό δεν έχει πολιτική δυναμική. Εξηγούμαι: Οι πολίτες που δεν έχουν πεισθεί ακόμη από τον ΣΥΡΙΖΑ ενώ επιθυμούν μια προοδευτική κυβέρνηση, επιζητούν να εκφραστούν από έναν διαφορετικό από τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικό λόγο. Κοντινό προς τον ΣΥΡΙΖΑ, συμμαχικό προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά διαφορετικό.
Η άποψη ότι οι μαζικές προσχωρήσεις ΠΑΣΟΚογενών στον ΣΥΡΙΖΑ θα αλλάξουν την πολιτική φυσιογνωμία του έχει ήδη ηττηθεί. Αφενός γιατί οι προσχωρήσεις αυτές δεν είναι μαζικές, είναι κινήσεις στελεχών που δεν εκπροσωπούν πια πολύ κόσμο. Αφετέρου επειδή δημιουργείται ακόμη και στους προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ το 2012, ισχυρό αρνητικό αντανακλαστικό. Αντίθετα με το τι φαντάζονται κάποιοι, όποιος αποφάσισε να μην ψηφίσει ΠΑΣΟΚ το 2012, δεν έχει διάθεση να το ξαναβρεί μπροστά του από άλλη πόρτα.
3) Απομένει μόνον ένας δρόμος. Η συγκρότηση ενός πολιτικού σχηματισμού με αυτόνομη παρουσία, ενός σχηματισμού «κεντροαριστερού» αλλά με προσανατολισμό την κυβέρνηση της αριστεράς και όχι την συνεχή ταλάντευση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.
Ο σχηματισμός αυτός προφανώς θα έχει μετριοπαθείς εκλογικούς στόχους. Από το περίπου 20% των πολιτών που κινούνται σήμερα μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσει το ένα τέταρτο με ένα τρίτο. Πρόκειται όμως για ένα κρίσιμο ποσοστό που μπορεί να αλλάξει τις πολιτικές ισορροπίες στη χώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει κανένα πρόβλημα να συνομιλήσει με έναν τέτοιο σχηματισμό, εφόσον ακριβώς λόγω της διακριτότητας δεν απειλεί την δική του φυσιογνωμία. Θα υπάρχουν συμφωνίες και διαφωνίες, όπως φυσιολογικά συμβαίνει στην πολιτική. Και υπάρχει σίγουρα η δυνατότητα μίνιμουμ κοινού κυβερνητικού προγράμματος.
Γνωρίζω ότι δεν πρόκειται για έναν εύκολο δρόμο. Απαιτούνται γενναίες πολιτικές αποφάσεις, υπέρβαση της «σιγουρατζίδικης» λογικής που για άλλους σημαίνει μια θέση στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και για άλλους την προσκόλληση έστω και γκρινιάζοντας στην συγκυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, είναι ένας δρόμος που μπορεί να έχει προοπτική. Όποιος δεν θέλει να είναι μακροπρόθεσμα και στρατηγικά σύμμαχος του Αντώνη Σαμαρά οφείλει να το εξετάσει σοβαρά.
Το πολιτικό δυναμικό για μια τέτοια συγκρότηση υπάρχει σήμερα. Στη ΔΗΜΑΡ, στις πολιτικές κινήσεις που ατελέσφορα επιχειρούν να επηρεάσουν την πολιτική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, σε μειοψηφίες στην Ελιά και το Ποτάμι, περισσότερο απ’ όλα στην κοινωνική κεντροαριστερά. Το πολιτικό κενό υπάρχει επίσης, δεν νοείται το σύνολο των σχηματισμών που αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντροαριστερά» να είναι σύμμαχοι της ΝΔ. Ας δηλώσουμε παρόντες.