Η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Οταν η χώρα βουλιάζει Του Χ. Ι. ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ


Η απάθεια με την οποία παρακολουθεί την καταστροφή της χώρας το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων πολιτών ίσως να μην έχει ιστορικό προηγούμενο στη σύγχρονη παγκόσμια Ιστορία, με εξαίρεση ίσως την παράλυση του ρωσικού λαού κατά τη διάρκεια της λεηλασίας της δικής του χώρας από τη μαφιόζικη κυβέρνηση του Μπόρις Γέλτσιν, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού μοντέλου διακυβέρνησης.



 Οι καταστροφικές επιπτώσεις των διεθνών σχεδίων «διάσωσης» που είχαν και συνεχίζουν να έχουν για την Ελλάδα υπενθυμίζουν το κόστος των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής και νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης -απελευθέρωση, ιδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση- στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 1980, ή ακόμη και τα δεινά της Αφρικής την ίδια περίοδο ή των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης τη δεκαετία του 1990

 Με την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, η κοινωνική πρόοδος των προηγούμενων δεκαετιών ακυρώνεται και αυτό που αναδύεται στη συνέχεια είναι ένα οικονομικό περιβάλλον όπου ευδοκιμεί η ακραία εκμετάλλευση και η ανισότητα, ενώ τα δημόσια συστήματα υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης καταρρέουν. Το κόστος των μεταρρυθμίσεων βαραίνει κυρίως τους ώμους των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών ομάδων, ενώ προστατεύονται με διάφορα μέσα οι τράπεζες και παρέχονται νέες ευκαιρίες στον εταιρικό κόσμο και στους πλουσίους, προκειμένου να εκμεταλλευθούν τους εργαζομένους και να ενισχύσουν ως εκ τούτου τη ροή πλούτου και την ευημερία τους. 

Αυτή είναι σαφέστατα η ιστορία των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής σε όλο τον κόσμο. Πράγματι, το 2001, μια τριετής μελέτη πολλών χωρών από το διεθνές δίκτυο επιθεώρησης για συμμετοχή στα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής («Structural Adjustment Participatory Review Inter-national Network»-SAPRIN), που υλοποιήθηκε σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα, εθνικές κυβερνήσεις και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών (και που, ως αναμενόμενο, σπανίως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία), αποτελεί ένα συγκλονιστικό, αποκαλυπτικό και δριμύ κατηγορητήριο κατά των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρμογής που εφαρμόζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα στις χώρες του Τρίτου Κόσμου.

 Να ένα δείγμα των συμπερασμάτων της μελέτης της SAPRIN: 
«Η αδιαλλαξία των διεθνών χαρακτών πολιτικής, καθώς συνεχίζουν με τη συνταγή των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρμογής, επεκτείνει τη φτώχεια, την ανισότητα και την ανασφάλεια σε όλο τον κόσμο. Αυτά τα μέτρα πόλωσης αυξάνουν με τη σειρά τους τις εντάσεις μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, τροφοδοτούν εξτρεμιστικά κινήματα και απονομιμοποιούν τα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα. Οι επιπτώσεις τους, ιδίως για τους φτωχούς, είναι τόσο τεράστιες και διάχυτες σε βαθμό που κανένα ποσό στοχευμένων κοινωνικών επενδύσεων ούτε καν μπορεί να αρχίσει να αντιμετωπίζει τις κοινωνικές κρίσεις που έχουν δημιουργηθεί» (SAPRIN, The Policy Roots of Economic Crisis and Poverty: Α Multi-Country Participatory Assessment of Structural Adjustment. Executive Summary. Νοέμβρης 2001, σελ. 24). 

Και στην κύρια έκθεση της SAPRIN, που κυκλοφόρησε το 2002, τα συμπεράσματα που εξάγονται είναι ακόμη πιο επιβαρυντικά: 
«...Οι οικονομικές πολιτικές που αποτελούν τον πυρήνα των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής έχουν αποτύχει να δημιουργήσουν τις υγιείς οικονομίες που υπόσχονταν οι αρχιτέκτονές τους. Αντιθέτως, αυτό που προκύπτει από την εμπειρία των χωρών που εξετάστηκαν σε αυτή την έκθεση, ο συνολικός αντίκτυπος των πολιτικών διαρθρωτικής προσαρμογής περιελάμβαναν μεταξύ άλλων: την παραγωγή αυξημένων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στο ισοζύγιο του εμπορικού ελλείμματος και την αύξηση του (δημόσιου) χρέους, απογοητευτικά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης, αποδοτικότητας και ανταγωνιστικότητας, λανθασμένη κατανομή των χρηματοοικονομικών και άλλων παραγωγικών πόρων, την "εξάρθρωση" των εθνικών οικονομιών, την καταστροφή της εθνικής παραγωγικής ικανότητας και εκτεταμένες περιβαλλοντικές ζημίες. Η φτώχεια και η ανισότητα είναι τώρα πολύ πιο έντονες και διάχυτες από ό,τι ήταν πριν από 20 χρόνια, ο πλούτος σε πολύ πιο υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, και οι ευκαιρίες πολύ λιγότερες για τους πολλούς, που τους έχει αφήσει πίσω η πολιτική των διαρθρωτικών προσαρμογών» (SAPRIN, The Policy Roots of Economic Crisis and Poverty: Α Multi-Country Participatory Assessment of Structural Adjustment. Πρώτη έκδοση. Απρίλιος 2002, σελ. 185). 

Αξιολογώντας ειδικά τις επιπτώσεις και το κοινωνικό κόστος των ιδιωτικοποιήσεων, ένα σημαντικό ζητούμενο όσον αφορά την εμπειρία της Ελλάδας με τις μεταρρυθμίσεις κάτω από το καθεστώς της τρόικας, ιδού τα συμπεράσματα της SAPRIN: 
«Οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν ένα σημαντικό μέρος των προγραμμάτων διαρθρωτικής προσαρμογής και πολύ συχνά προϋπόθεση για τη χορήγηση δανείων από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ανεξάρτητα από την έκταση ή την αποτελεσματικότητα της δημόσιας ιδιοκτησίας σε μια συγκεκριμένη χώρα. Τέσσερις χώρες -Μπανγκλαντές, Ελ Σαλβαδόρ, Ουγγαρία και Ουγκάντα- επέλεξαν να πραγματοποιήσουν ειδικές επιτόπιες μελέτες για τις επιπτώσεις των ιδιωτικοποιήσεων στο πλαίσιο της έρευνας της SAPRIN, ενώ οι ασκήσεις στο Μεξικό και τις Φιλιππίνες περιελάμβαναν την εξέταση των αποτελεσμάτων των ιδιωτικοποιήσεων στις αντίστοιχες μελέτες τους. Παρά το γεγονός ότι οι χώρες αυτές είναι αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους, οι εμπειρίες τους γύρω από τις ιδιωτικοποιήσεις είναι πολύ παρόμοιες: (...) Οι αυξήσεις των τιμών των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας που συνόδευσαν τις ιδιωτικοποιήσεις δημιούργησαν περαιτέρω δυσκολίες για τους φτωχούς και για τα χαμηλά εισοδηματικά στρώματα της κοινωνίας. (...) Η ιδιωτικοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας έχει αυξήσει το βάρος για τις γυναίκες και οδήγησε σε περαιτέρω υποβάθμιση του περιβάλλοντος. (...) Τα δημοσιονομικά οφέλη από τις ιδιωτικοποιήσεις έχουν προέρθει εν μέρει από την κατάργηση των επιδοτήσεων που επέτρεπαν στους φτωχούς να έχουν πρόσβαση στις κοινωφελείς υπηρεσίες. (...) Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αναμενόμενη αύξηση της αποδοτικότητας των εταιρειών κοινής ωφέλειας δεν ήταν αποτέλεσμα της βελτίωσης των λειτουργιών. Αντίθετα, ο δείκτης εσόδων προς έξοδα αυξήθηκε ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών μέσω της διευκόλυνσης μονοπωλιακών καταστάσεων και αδύναμων κρατικών ρυθμιστικών μηχανισμών. (...) Οι ιδιωτικοποιήσεις έθεσαν στρατηγικές υπηρεσίες υπό ξένο έλεγχο. Τα περισσότερα εκ των περιουσιακών στοιχείων που ιδιωτικοποιήθηκαν στις χώρες που εξετάστηκαν αγοράστηκαν από ξένες εταιρείες, ορισμένες από τις οποίες τυγχάνει να είναι δημόσιες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, η παροχή υπηρεσιών σε αυτές τις χώρες -όπως ηλεκτρικό ρεύμα, νερό και τηλεπικοινωνίες- ανταποκρίνονται πλέον στα συμφέροντα των ξένων κεφαλαίων και όχι στις τοπικές ανάγκες» (SAPRIN, 2001, σελ. 11-12). 

Και η έκθεση συνεχίζει (παραθέτουμε μόνο τα κύρια σημεία): 
* Οι ιδιωτικοποιήσεις δεν έχουν βελτιώσει την κοινωνικοοικονομική ευημερία της πλειονότητας του πληθυσμού σε αυτές τις κοινωνίες, καθώς τα κύρια οφέλη κατευθύνθηκαν προς μια μικρή ομάδα που ήταν ήδη προνομιούχα. 
* Συνολικά, η ανεργία και η ανασφάλεια εργασίας αυξήθηκαν. Οι απολύσεις συνόδευσαν τις ιδιωτικοποιήσεις σε όλο το φάσμα τους και οι νέες θέσεις απασχόλησης δεν κάλυψαν την απώλεια θέσεων που δημιουργήθηκε. 
* Οι ιδιωτικοποιήσεις συνεισέφεραν στην αύξηση της ανισότητας. 
* Οι ιδιωτικοποιήσεις έπασχαν από διαφάνεια. 
* Συνολικά, ο πλούτος έγινε ακόμη πιο συγκεντρωμένος (SAPRIN, 2001, σελ. 13). 

Τα Μνημόνια στην Ελλάδα, με έμφαση τη λιτότητα, τη διαρθρωτική προσαρμογή και τη νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση της οικονομίας, παράγουν αποτελέσματα που ακολουθούν κατά πόδας τα πρότυπα που σκιαγραφήθηκαν από τη μελέτη της SAPRIN. Αυτός φυσικά είναι και ο στόχος αυτών των πολιτικών. 

Και η ξεπουλημένη ελληνική καθεστωτική πολιτική τάξη -και όσοι υπηρετούν και υπηρέτησαν τα Μνημόνια- το γνωρίζει αυτό πολύ καλά. Ο λαός-πρόβατο, όμως, πότε θα αφυπνιστεί;                                        http://enalaktikovima.blogspot.gr/